- χαλεπότης
- -ητος, ἡ, ΜΑ [χαλεπός]1. δυσκολία, δυσχέρεια2. δυστροπία, ιδιοτροπίααρχ.1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλεπότης — difficulty fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότησιν — χαλεπότης difficulty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητα — χαλεπότης difficulty fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητας — χαλεπότης difficulty fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητες — χαλεπότης difficulty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητι — χαλεπότης difficulty fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλεπότητος — χαλεπότης difficulty fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… … Hofmann J. Lexicon universale
χαλεπτύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ίωνες) «χαλεπότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + επίθημα τύς (πρβλ. φρασ τύς)] … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek